- επαποκτείνω
- ἐπαποκτείνω και ἐπαποκτιννύω (Α)σκοτώνω κάποιον μετά από κάποιον άλλο («αὐτὸν ἐκεῑνον δυσανασχετοῡντα ἐπὶ τούτῳ ἐπαπέκτεινε», Δίων Κάσα).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αποκτείνω «σκοτώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κτείνω — (AM κτείνω, Α αιολ. τ. κτέννω) (για ανθρώπους και σπαν. για ζώα) φονεύω, σκοτώνω («ὅς τε κύνα κτείνας ἢ βουκόλον ἀμφὶ βόεσσι φεύγει», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. θέτω τέρμα σε κάτι («θέρος κτείνει [νοῡσον]», Αρετ.) αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον σε θάνατο και … Dictionary of Greek